- φουμισμένος
- η , ο , φουμιστός, ή , ό знаменитый, прославленный, известный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φουμίζω — και φουμάω φούμισα, φουμίστηκα, φουμισμένος 1. φημίζω, διαφημίζω, εγκωμιάζω, επαινώ: Ποιος φουμίζει το γαμπρό; η καλή του πεθερά (παροιμ.). 2. η μτχ., φουμισμένος, η, ο ως επίθ., φημισμένος, ξακουστός, ονομαστός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)